- παντοφάγος
- -ον, ΑΜαυτός που κατατρώγει τα πάντα («παντοφάγον πῡρ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντοφάγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοφάγοι — παντοφάγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοφάγῳ — παντοφάγος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντοφαγία — ἡ, ΜΑ [παντοφάγος] το να τρώγει κάποιος όλα αδιακρίτως τα φαγητά … Dictionary of Greek